- επιτροπεία
- Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι ανήλικοι, όταν δεν υπόκεινται σε πατρική εξουσία, ενώ επί χειραφέτων ανηλίκων εφαρμόζεται ο παραπλήσιος θεσμός της κηδεμονίας. Επιπλέον, υποβάλλονται σε ε. και πρόσωπα που αδυνατούν να διαχειρίζονται υπεύθυνα τις υποθέσεις τους, εξαιτίας διαρκούς πνευματικής ασθένειας ή σωματικής αναπηρίας. Διορισμός επιτρόπου προβλέπεται και σε άλλες νομικές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα ε. απόντα. Στην περίπτωση της σχολάζουσας κληρονομιάς διορίζεται κηδεμόνας.
* * *η (Α ἐπιτροπεία και ἐπιτροπία) [επιτροπεύω]νεοελλ.1. η επιτροπή, τα άτομα στα οποία έχει ανατεθεί η διοίκηση, η επιμέλεια, η φροντίδα2. (νομ.) η ανάθεση τής διαχειρίσεως τής περιουσίας ανίκανων προσώπων, εξαιτίας ανηλικότητας ή ασθένειας ή άλλου λόγουαρχ.1. επιμέλεια, φροντίδα2. κηδεμονία ανήλικων ορφανών3. η αρχή τού ρωμαίου επίτροπου.
Dictionary of Greek. 2013.